
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνουν μια σκληρή πραγματικότητα για τον κόσμο της εργασίας στην Ελλάδα. Ο εργαζόμενος που κάποτε κατηγορήθηκε για «τεμπέλια» εργάζεται σήμερα περισσότερο από τους κατοίκους των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με ωράρια που ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό ρυθμό. Παρά την εξαντλητική καθημερινότητα, η ανταμοιβή παραμένει απογοητευτική, αφού η αγοραστική δύναμη των μισθών συνεχίζει να υποχωρεί.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, 53,6% των εργαζομένων απασχολείται από 40 έως 47 ώρες την εβδομάδα, ενώ 19,4% φτάνει ή ξεπερνά τις 48 ώρες, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση όπου ο συνηθισμένος εργασιακός χρόνος περιορίζεται στις 36 ώρες. Υπάρχει επίσης το 1,4% που χρειάζεται δεύτερη εργασία για να τα βγάλει πέρα, επιλογή καθαρά αναγκαστική και όχι προαιρετική.
Παράλληλα, τα στοιχεία της Eurostat ενισχύουν το ίδιο συμπέρασμα. Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που ξεπερνούν τις 49 ώρες την εβδομάδα. Το ποσοστό φτάνει στο 12,4%, σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που καταγράφεται στο 6,6%. Η πραγματικότητα δείχνει μια χώρα όπου οι πολίτες δουλεύουν υπερβολικά, αλλά η επιβράβευση αυτής της προσπάθειας δεν ακολουθεί.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα της απλήρωτης υπερεργασίας. Η έρευνα του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ καταγράφει ότι 45% των εργαζομένων δεν πληρώνεται για τις υπερωρίες και δεν λαμβάνει καν ρεπό ως αντιστάθμισμα. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε γυναίκες, νέους ηλικίας 18 έως 29 ετών και σε επιχειρήσεις με 10 έως 49 εργαζόμενους. Συνολικά 47% δηλώνει ότι εργάζεται υπερωριακά, ενώ σε επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων φτάνει στο 63%.
Η κυβερνητική πολιτική δεν μοιάζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Με ελέγχους που δεν επαρκούν, με θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» χωρίς αποζημίωση και με διαρκή διεύρυνση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, το σύστημα ωθεί τον εργαζόμενο σε περισσότερο χρόνο, λιγότερη αμοιβή και απουσία ουσιαστικής προστασίας. Την ίδια ώρα, παρουσιάζονται αυξήσεις στον κατώτατο μισθό ως «κοινωνική πολιτική», ενώ η ακρίβεια σβήνει κάθε όφελος πριν καν φτάσει στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αγοραστική δύναμη, αφήνοντας μόνο τη Βουλγαρία σε χειρότερη θέση. Η υπερβολική εργασία δεν μεταφράζεται σε καλύτερη ποιότητα ζωής, αλλά σε εξάντληση και αίσθηση αδιεξόδου.
Αν η κυβέρνηση επιθυμεί να μιλά για πραγματική ανάπτυξη, οφείλει να ξεκινήσει από τον εργαζόμενο που την παράγει. Η υπερεργασία δεν μπορεί να θεωρείται πρόοδος και οι άνθρωποι που δουλεύουν 50 ώρες την εβδομάδα δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν με μισθούς που δύσκολα καλύπτουν βασικές ανάγκες. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να υπολογίζεται μόνο σε ποσοστά, αλλά και σε ανθρώπινες ζωές.