
Διέκοψε το μεσημέρι της Πέμπτης 20 Νοεμβρίου το Β’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης τη διαδικασία για τη «δίκη της Καράβας», η οποία θα συνεχιστεί την Δευτέρα 24 Νοεμβρίου. Η σημερινή δικάσιμος αποτέλεσε τη δεύτερη ημέρα εκδίκασης (η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί στις 11 Νοεμβρίου) και χαρακτηρίστηκε από έντονο ενδιαφέρον, υψηλό πολιτικό συμβολισμό και σημαντικές αντιφάσεις ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας και την υπεράσπιση.
Στο εδώλιο, μεταξύ των 24 κατηγορουμένων, βρέθηκε ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, Κώστας Μουτζούρης, ενώ απουσίαζαν –εκπροσωπούμενοι από τους συνηγόρους τους– ο Δήμαρχος Δυτικής Λέσβου Ταξιάρχης Βέρρος και ο πρώην Δήμαρχος Μυτιλήνης Στρατής Κύτελης. Παρόντες στη δικαστική αίθουσα, σε ένδειξη συμπαράστασης, ήταν ο Δήμαρχος Μυτιλήνης Παναγιώτης Χριστόφας και στελέχη της Δημοτικής Αρχής, που προσέρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, μετά και το πρόσφατο ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου Μυτιλήνης. Το παρών έδωσαν και στελέχη της Περιφερειακής Αρχής, ο αντιπεριφερειάρχης Χρυσόστομος Χατζηκυριαζής, ο αντιπεριφερειάρχης Κώστας Αστυρακάκης, αλλά και μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου Λέσβου, Παναγιώτης Τακτικός και ο πρόεδρος της ΔΕΥΑΛ, Παναγιώτης Βάλεσης.
Οι κατηγορίες των 24 κατηγορουμένων παραμένουν ιδιαιτέρως βαριές και περιλαμβάνουν: διακεκριμένη στάση, υποκίνηση και συμμετοχή σε διατάραξη κοινής ειρήνης, οπλοφορία, οπλοχρησία και φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
Κατάθεση Βασίλη Ροδόπουλου: «Όλη η αστυνομία ήταν στο πόδι»
Πρώτος στο βήμα των μαρτύρων της δεύτερης ημέρας κατέθεσε ο Βασίλης Ροδόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Λέσβου.
Ο κ. Ροδόπουλος περιέγραψε μια Λέσβο «σε αναβρασμό» τις ημέρες της άφιξης των ΜΑΤ, υποστηρίζοντας ότι το πλοίο που μετέφερε τις διμοιρίες λειτουργούσε με κλειστό σύστημα εντοπισμού ώστε να μην γνωρίζει κανείς το πού θα προσεγγίσει. Σύμφωνα με την περιγραφή του, μετά τις 11 το βράδυ της επίμαχης ημέρας, περίπου 500 άτομα συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι, «κάποιοι εκ των οποίων προσπάθησαν να μπουν στον χώρο».
Όπως είπε, οι αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί «απέτρεψαν την είσοδο», ενώ όταν οι διμοιρίες άρχισαν να αποβιβάζονται «υπήρξαν αντιδράσεις από τον κόσμο», αλλά «ο χώρος είχε ήδη αποκλειστεί με τα απορριμματοφόρα του Δήμου». Οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις, σύμφωνα με την κατάθεσή του, δέχθηκαν «πλαστικά μπουκάλια, πέτρες και ξύλα», χωρίς ωστόσο να μπορεί να αναγνωρίσει κάποιο συγκεκριμένο άτομο.
Αναφέρθηκε επίσης στην παρουσία του στο στρατόπεδο Κυριαζή, όπου –όπως είπε– εισήλθε και ο Περιφερειάρχης, επιδιώκοντας να «αποκλιμακώσει την κατάσταση» ώστε να φύγουν τα ΜΑΤ.
Απαντώντας σε σειρά ερωτήσεων της υπεράσπισης:
Ιδιαίτερη στιγμή προκάλεσε η ανάγνωση, από τους δικηγόρους υπεράσπισης, της ανακοίνωσης της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Λέσβου του 2020, αλλά και της αστυνομικής ανασκόπησης της ίδιας εποχής, όπου γινόταν λόγος για «λανθασμένη διαχείριση». Ο Ροδόπουλος απάντησε ότι «τέθηκε σε κίνδυνο η ζωή συναδέλφων μου» και ότι «ο σχεδιασμός δεν έπρεπε να γίνει έτσι».
Ο δικηγόρος Δημήτρης Καλλίας είπε στο δικαστήριο ότι «επειδή βρέθηκαν κατηγορούμενοι τόσοι άνθρωποι, κάμφθηκε το φρόνημα της Λέσβου και δεν υπήρξε αντίστοιχη κινητοποίηση στη Βάστρια». Υπενθύμισε επίσης ότι «στη Χίο, όπου σημειώθηκαν μεγαλύτερης έκτασης επεισόδια, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν».
Ο κ. Χωριατέλλης αναφέρθηκε στην αναφορά του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος έκανε λόγο τότε για «ειρηνική διαδήλωση των πολιτών».
Δεύτερος μάρτυρας: Ευστράτιος Καρακωνσταντής
Ο δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, ο αστυνομικός Ευστράτιος Καρακωνσταντής, υπηρετούσε στην περιοχή της Καράβας. Κατέθεσε πως οι τοπικές δυνάμεις δεν γνώριζαν ότι θα έρθουν διμοιρίες ΜΑΤ και, όπως είπε χαρακτηριστικά, «ό,τι μαθαίναμε ήταν από τα ΜΜΕ».
Σύγκρινε τα γεγονότα με άλλα επεισόδια της 40χρονης υπηρεσίας του – από αγροτικά συλλαλητήρια μέχρι επιχειρήσεις της περιόδου της ακαδημίας –, σημειώνοντας ότι «πάντα χρησιμοποιούσαμε κρότου-λάμψης για να απομακρύνουμε πλήθος».
Δήλωση Προκόπη Τζίμη: «Υπήρχε ασύμμετρη αστυνομική απειλή»
Ο συνήγορος υπεράσπισης Προκόπης Τζίμης δήλωσε στην κάμερα του «Ν» πως η εξέταση των μαρτύρων «αναδεικνύει μια ασύμμετρη αστυνομική απειλή εκείνης της νύχτας» και ότι «ο κόσμος που διαμαρτυρόταν ήταν σε συνταγματικό του δικαίωμα».
Τόνισε ότι «σήμερα δεν δικάζεται η πολιτική θέση κανενός για τις δομές», αλλά «η βία που υπέστησαν συμπολίτες μας». Αναφέρθηκε επίσης στη «σαφώς ακατάλληλη και περιβαλλοντικά προβληματική περιοχή» της επιταγμένης Καράβας, όπως αποδείχθηκε και εκ των υστέρων.
«Πιστεύω», κατέληξε, «ότι θα δοθεί η ίδια κρίση που δόθηκε και στη Χίο».
Η κατάθεση του κατηγορούμενου Χατζησάββα: «Είμαι πρώτα Μυτιληνιός και μετά Έλληνας»
Συγκινησιακά φορτισμένη ήταν η δήλωση του κατηγορούμενου Χατζησάβα Σακίδινου, πρώην λιμενικού.
«Στη συμμετοχή μπορώ να δηλώσω ότι είμαι πρώτα Μυτιληνιός και μετά Έλληνας», ανέφερε. Περιέγραψε τη δική του παρουσία στην Καράβα:
πυκνά δακρυγόνα, φωτιά που άναψε «πάνω από τον δρόμο», πολίτες που έτρεχαν να τη σβήσουν, χρήση καπνογόνων «εξαδιακρίτως» και κόσμο που ποδοπατήθηκε. Ανέφερε ότι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω αναπνευστικού προβλήματος, ενώ εξήγησε ότι η φωτογραφία που φέρεται να τον δείχνει να πετά αντικείμενο αποτυπώνει «επιστροφή του δακρυγόνου που μου ρίξανε».
Μιλώντας για τον χώρο της Καράβας, υποστήριξε ότι «ποτέ δεν ήταν προορισμένος για δομή» και ότι «ο σχεδιασμός ήταν εξ αρχής για τη Βάστρια».
Κατέληξε συγκινημένος: «Έχω βγάλει πνιγμένα παιδιά από το 1989. Έχω υπηρετήσει 30 χρόνια. Έχω δώσει ό,τι μπορούσα. Δεν φοβάμαι τίποτα».
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 24 Νοεμβρίου με νέους μάρτυρες.