ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Νέο περιστατικό ανεξέλεγκτης απόρριψης τυρόγαλου στη Δυτική Λέσβο
Στο φως νέα στοιχεία για ρύπανση σε αγροτική περιοχή κοντά στη Μονή Λειμώνος – Ερωτήματα για τον έλεγχο της διαχείρισης των αποβλήτων
Γράφει ο ΘΡΑΣΟΣ ΑΒΡΑΑΜ Δημοσίευση 7/4/2025

Ένα ακόμα περιστατικό ανεξέλεγκτης απόθεσης τυρόγαλου σε περιοχή της δυτικής Λέσβου φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα το «Ν», σε συνέχεια του ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε το Σάββατο 5 Απριλίου.
Σύμφωνα με στοιχεία του ρεπορτάζ, αυτή τη φορά η απόρριψη του τυρόγαλου καταγράφηκε σε αγροτική τοποθεσία λίγο μετά τη Μονή Λειμώνος, και πιο συγκεκριμένα μετά τα φράγματα που έχουν στηθεί για τις κατολισθήσεις στον νέο δρόμο Καλλονής–Σιγρίου. Όπως αποτυπώνεται σε οπτικό υλικό που περιήλθε στην κατοχή του «Ν», βυτίο στρίβει σε χωματόδρομο, ακινητοποιείται και μέσω μάνικας απορρίπτει το φορτίο του τυρόγαλου στην παρακείμενη έκταση.
Η εικόνα αυτή, όσο καθημερινή κι αν τείνει να γίνει, αποτυπώνει μια πρακτική που δημιουργεί σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν δημοσιευτεί ο τυρόγαλος, το υγρό παραπροϊόν της τυροκομίας, αν και φυσικής προέλευσης, περιέχει εξαιρετικά υψηλά επίπεδα οργανικής ύλης, με αποτέλεσμα να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες οξυγόνου κατά την αποσύνθεσή του. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υποξικές συνθήκες σε υδάτινα σώματα και να προκαλέσει μαζικό θάνατο υδρόβιας ζωής.
Παράλληλα, η παρουσία λακτόζης, λιπών και πρωτεϊνών στο υγρό αυτό, το καθιστά ιδιαιτέρως επιβαρυντικό, καθώς αποδομείται γρήγορα και εντατικά, οδηγώντας σε έντονη δυσοσμία, ιδιαίτερα όταν συσσωρεύεται σε εδάφη ή σε στάσιμα νερά. Η αναερόβια ζύμωση του τυρόγαλου απελευθερώνει τοξικά αέρια όπως μεθάνιο και υδρόθειο, επιβαρύνοντας επιπλέον την ατμόσφαιρα και προκαλώντας όχληση σε ανθρώπους.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί επίσης η υψηλή συγκέντρωση φωσφόρου και αζώτου, δύο χημικά στοιχεία που ευθύνονται για το φαινόμενο του ευτροφισμού — την υπερβολική ανάπτυξη φυκών και φυτικής ύλης σε λίμνες, ποτάμια ή ακόμα και σε αγροτικές λιμνοδεξαμενές, με αποτέλεσμα την εξάντληση του διαθέσιμου οξυγόνου και τη μακροχρόνια υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων.
Η ανεξέλεγκτη διάθεση του τυρόγαλου απευθείας στο έδαφος ενέχει κινδύνους και για τη γονιμότητα των γεωργικών εκτάσεων, ενώ μακροπρόθεσμα μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τους υπόγειους υδροφορείς, με συνέπειες που δύσκολα αναστρέφονται.
Όπως επισημαίνουν περιβαλλοντολόγοι, η συχνότητα αυτών των περιστατικών μαρτυρά είτε έλλειψη κατάλληλων υποδομών επεξεργασίας, είτε αδιαφορία για τη νομοθεσία, η οποία απαγορεύει την ανεξέλεγκτη απόρριψη γεωργοκτηνοτροφικών αποβλήτων. Η πρακτική αυτή, πέρα από τη σοβαρή περιβαλλοντική επιβάρυνση, θέτει ερωτήματα και για τον ρόλο των ελεγκτικών μηχανισμών καθώς η ανεξέλεγκτη απόρριψη δείχνει να γίνεται ανενόχλητα. Κι ενώ η νομοθεσία είναι ξεκάθαρη —απαγορεύοντας τη διάθεση τέτοιων αποβλήτων χωρίς αδειοδότηση ή κατάλληλη επεξεργασία— η εφαρμογή της φαίνεται να έχει ανασταλεί επ’ αόριστον στην πράξη.
Η ουσία είναι ότι η απουσία ελέγχων έχει καλλιεργήσει ένα καθεστώς ατιμωρησίας. Φαίνεται σαν οι δράστες να γνωρίζουν ότι μπορούν να αποθέτουν ελεύθερα τον ρυπογόνο τυρόγαλο σε αγρούς και ρέματα, χωρίς φόβο για συνέπειες. Έτσι, το κόστος της ρύπανσης το επωμίζονται τελικά οι κάτοικοι, οι αγρότες και το ίδιο το οικοσύστημα της Λέσβου.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιος ρυπαίνει, αλλά και ποιος –ή μάλλον ποιοι– επιτρέπουν αυτή τη ρύπανση να συνεχίζεται κάτω από τη μύτη τους, χωρίς να κινούνται διαδικασίες ελέγχου, επιβολής ή πρόληψης.
Η ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι σαφής όσον αφορά στη διαχείριση των υγρών αποβλήτων που προέρχονται από τη βιομηχανία τροφίμων.Ο τυρόγαλος θεωρείται μη επικίνδυνο μεν, αλλά έντονα ρυπογόνο απόβλητο, και η διάθεσή του σε επιφανειακούς αποδέκτες (ρέματα, ποτάμια, αγροτικές εκτάσεις) απαγορεύεται ρητά, εκτός αν έχει προηγηθεί κατάλληλη επεξεργασία και υπάρχει σχετική περιβαλλοντική άδεια. Ο Νόμος 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος και ο μεταγενέστερος Ν. 4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση προβλέπουν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για κάθε παραβίαση των όρων διάθεσης αποβλήτων, ενώ η αμέλεια ή η άρνηση λήψης μέτρων μπορεί να επιφέρει ακόμα και ποινική δίωξη για υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Παρά τα παραπάνω, η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων παραμένει προβληματική, καθώς οι έλεγχοι είναι ελάχιστοι , αφήνοντας χώρο σε πρακτικές αυθαιρεσίας που, όπως δείχνει το ρεπορτάζ, συνεχίζονται ανενόχλητα.