Ένα βιβλίο που «ανθρωποποιεί» τα άψυχα
Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΕΜΕΛΟΥ* για το «GEOΓΡΑΦΟΝΤΑΣ» του Στρατή Μπαλάσκα
Δημοσίευση 2/12/2024
Από την πρώτη ανάγνωση με ιντριγκάρησε αυτό το βιβλίο διότι, κατά τη γνώμη μου, έχει κάτι ιδιαίτερο, όπως ιδιαίτερος είναι και ο τρόπος γραφής του Μπαλάσκα που ακροβατεί ανάμεσα στον δημοσιογραφικό και τον λογοτεχνικό λόγο. Η ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου, λοιπόν, όπως την διέκρινα εγώ, είναι η εξής: Ενώ ο τίτλος, ο υπότιτλος και τα περιεχόμενά του δείχνουν πως πρόκειται για μια συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων, που δημοσιεύθηκαν μάλιστα σε ταξιδιωτικό περιοδικό, επομένως λογικό και αναμενόμενο είναι να μιλάει για τόπους, κατά τη γνώμη μου το βιβλίο ΔΕΝ μιλάει για τόπους, μιλάει πρωτίστως για ανθρώπους.
Ασφαλώς, δεν γίνεται να μιλήσεις για τόπους και να μην αναφερθείς σε ανθρώπους. Η διαφορά όμως εδώ είναι ότι πρώτα και πάνω απ' όλα, αλλά και πίσω απ' όλα, σε αυτό το βιβλίο κυριαρχούν οι άνθρωποι. Το γράφει και στο οπισθόφυλλο: "Ταξίδια σε ανθρώπους", λέει κι αυτό μου θύμισε τον στίχο απ' το τραγούδι «Μικρή Πατρίδα» που λέει: «Το πιο μακρύ ταξίδι μου, εσύ, η γη μου εσύ, ανάσα μου κι αέρας».
Σκέφτηκα, λοιπόν, απόψε να σταθώ όχι στους τόπους, αλλά στους ανθρώπους του βιβλίου. Αρχικά έκανα μια μικρή "μπακαλοδουλειά", για να αποδείξω και εν τοις πράγμασι την αιρετική αυτή υπόθεσή μου: Μέτρησα όλα τα κύρια ονόματα ανθρώπων στο βιβλίο: τα έβγαλα 380 και μέτρησα άπαξ το καθένα, πολλά επαναλαμβάνονται. Σε 28 ταξίδια, 380 κύρια ονόματα. Μεγάλος αριθμός, δεν βρίσκετε; Τώρα αν σε αυτά προσθέσουμε ουσιαστικά που υποδηλώνουν ανθρώπους, όπως για παράδειγμα τα επαγγελματικά (π.χ. μαστόροι, εργάτες, ναυτικοί, κτηνοτρόφοι) ή τα κοινωνικά-ταξικά (π.χ. οι αριστοκρατικοί, οι δημογέροντες, ένας άρχοντας, ένας φτωχός), τα ηλικιακά (π.χ. τα παλικάρια, οι γριές) τα δηλωτικά κατάστασης (π.χ. οι κρατούμενοι, οι εξόριστοι, τα προσφυγόπαιδα) και άλλα πολλά, όπως οι αράπηδες, οι ντόπιοι, οι προσκυνητές οι μάρτυρες κλπ, τότε ο αριθμός που σας ανέφερα πολλαπλασιάζεται εντυπωσιακά.
Δεν είναι σκοπός μου απόψε να κατηγοριοποιήσω τα πρόσωπα στο βιβλίο του Μπαλάσκα, αν και θα μπορούσα να το κάνω, αφού σαφέστατα εύκολα διακρίνουμε ομάδες προσώπων, όπως για παράδειγμα πρόσωπα μυθικά, ιστορικά, σύγχρονα, ονόματα αγίων, ονόματα λαών κ.ά. Με ενδιαφέρει κυρίως να δω ποιο ρόλο παίζουν αυτά τα πρόσωπα στο βιβλίο. Αρχικά, είναι όλα ισοδύναμα; Όχι ασφαλώς. Κάποια έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι αυτά που μας παρασύρουν μαζί τους στην ιστορία, πολλές φορές είναι οι αφηγητές της ιστορίας, κάποια άλλα έχουν ένα δευτερεύοντα ρόλο, χρήσιμο ωστόσο για τη ροή της αφήγησης κι άλλα απλώς αναφέρονται σαν αστραπιαία, συνειρμική, αλλά όχι άσχετη, αναλαμπή στο μυαλό του συγγραφέα. Ανθρώπους-πρωταγωνιστές έχουμε στα τέσσερα πρώτα κείμενα του βιβλίου, όπου με ένα ευφυέστατο τέχνασμα ο συγγραφέας ζωντανεύει έναν άνθρωπο από το παρελθόν, ώστε να μας μεταφέρει εκείνος ως αυτόπτης μάρτυρας με πρωτοπρόσωπη αφήγηση στον τόπο που περιγράφεται. Έτσι, στον Άι Βούκλα της Σμύρνης αφηγητής είναι ένας μαρμαρογλύπτης της επιγραφής του ναού, στον Άι Γιώργη τον Αμπατζή ένας από τους χτίστες του, στον Καμένο Πύργο της Χίου ένα παιδί που έμαθε την ιστορία από τη μάνα του και στο στρατόπεδο του Ρωμαίου Λούκουλλου ένας νεαρός λιθοξόος. Βλέπετε; την Ιστορία δεν τη γράφουν οι μεγάλοι, όπως νομίζουμε, τη γράφουν οι μικροί, καθημερινοί άνθρωποι, εκείνων που οι μικρο-ιστορίες συνθέτουν αυτό που λέμε Ιστορία. Αλλά και στα τέσσερα τελευταία κείμενα του βιβλίου πάλι πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι, ενώ οι τόποι, χωρίς να απαλείφονται, λειτουργούν ως σκηνικά για να αναδειχθούν οι κεντρικοί ήρωες: Είναι οι 4.000 Μυτιληνιοί της Τυνησίας που' χουν «μάτια γαλάζια σαν του Αιγαίου, δέρμα άσπρο και μυρωδάτο σαν το πού 'χεις συνηθίσει στο νησί» που «βγάζουν απ' το μπαούλο τις ιστορίες των παππούδων τους, των γκρεκίγια, δηλαδή των Ελλήνων». Είναι ακόμα οι άνθρωποι που ζωντανεύουν το έθιμο της ταυροθυσίας στην Αγ. Παρασκευη που «έτσι γίνεται γιατί έτσι γινόταν». Από ανθρώπους πάντα, οι άνθρωποι ζωντανεύουν τα έθιμα γιατί οι άνθρωποι είναι τα έθιμα, μάς το λέει ξεκάθαρα κι ο Στρατής: «Κομμάτια ετούτης της γης λες πως είναι οι ανθρώποι της».
«Ανθρώποι» γράφει, σχεδόν πάντα, όχι «άνθρωποι», με τη ζεστασιά της καθημερινής λαλιάς, της ρέουσας, που βγαίνει από το στόμα πάλι των ανθρώπων, όχι από την άψυχη γραφίδα των λογίων γραμματιζούμενων. Όχι πως τους αποποιείται αυτούς τους τελευταίους. Τους θέλει και τους συμβουλεύεται όταν αναζητά βιβλιογραφική τεκμηρίωση και παραθέτει ιστορικές πηγές μα και προσωπικές μαρτυρίες, όπως του δημοδιδασκάλου Στρατή Κολαξιζέλη, του παιδαγωγού και εκδότη Γαβριήλ Χαραλαμπίδη Φίλιου ή διαφόρων περιηγητών και γεωγράφων.
Είναι όλοι οι «ανθρώποι» στο βιβλίο του Στρατή Μπαλάσκα υπαρκτοί; Όχι, κάποιοι είναι μυθικά πρόσωπα, αφού ο συγγραφέας σχεδόν σε κάθε ιστορία του ξετυλίγει το κουβάρι ξεκινώντας από τη μυθολογία, διατρέχοντας την Ιστορία και καταλήγοντας στο σήμερα. 45 ονόματα μυθικών προσώπων μέτρησα στο βιβλίο του, άλλοτε για να δικαιολογηθεί η ετυμολογία ενός τοπωνυμίου, άλλοτε κάποιο προϊόν του, άλλοτε μια μάχη για τη διεκδίκησή του, άλλοτε για να πρωταγωνιστήσει το ίδιο στην ιστορία - στη Λήμνο, ας πούμε, μας ξεναγεί ο ίδιος ο Ήφαιστος, αυτοπροσώπως. Έτσι κάπως οι θεοί γίνονται άνθρωποι και οι άνθρωποι θεοί μέσα σε τόπους, δηλαδή αχειροποίητους ναούς που η φύση καλλιτέχνησε.
Από τα ιστορικά πρόσωπα του βιβλίου σε ποιο να πρωτοσταθώ, κοντά 200 μέτρησα, από όλες τις περιόδους της Ιστορίας. Ένα μόνο θα αναφέρω, γιατί μου άρεσε όπως την παρουσίασε ο Στρατής. Είναι η Ήριννα, λυρική ποιήτρια του 4ου π.χ. αι. που ζωντανεύει στο κείμενο της Τήλου και μπλέκει με το σήμερα, αρχόντισσα θαλασσινή «με μαλλιά που λαμπυρίζουν σαν χρυσάφια στον ήλιο, μελιά μάτια, στολισμένη με καρφοβελόνες, φουσκιά, αγιώργηδες και πολύχρωμα κεντίδια απ' το λαιμό ως το στήθος». Και σχεδόν σε κάθε ιστορία, πλάι στα ιστορικά πρόσωπα, ο Στρατής βάζει και τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, ιχνηλατώντας τα πάθη και τους πόθους τους, τις λύπες και τις χαρές τους, τα έργα των χειρών τους και τα λόγια της ψυχής τους. Να, σαν τον Κακούργο ας πούμε (όνομα είν' αυτό) με το σαντούρι του που φτιάχνει ξύλινα «τσ'καρέλια» και φωνάζει πως «αυτός τα κάν(ι) κι αυτός τα π'λει».
Μια ηλικιακή ομάδα που αγαπά ιδιαίτερα ο Μπαλάσκας είναι οι γριές. Γριές που «μαζεύουν ξύλα για να φτιάξουν τις κάσες τους», γριές «μαυρομαντηλούσες» που, άγνωστο γιατί, όλες χηρεύουνε, «μ' ένα δόντι κιτρινισμένο να γλιστρά όξω απ' το στόμα τους, σήμα κατατεθέν του απροσδιορίστου», γριές Χιώτισσες καθισμένες σε πεζούλια κάτω από ξεραμένα ντοματάκια, τη γιαγιά Σαλμπία με το μυτιληνιό τσεμπέρι στην Τυνησία, μια γρια «που φρουκαλεί», μια άλλη γιαγιά που σε μπουκώνει «άγιο κρέας μ' άγιο στάρ» και μια που με δυο αναμμένα καρβουνάκια, χιώτικο μαστίχι και ροδολίβανο πάνω σ' ένα σπασμένο κεραμίδι, θυμιάζει, όχι τα εικονίσματα, μα κατά τον Τσεσμέ, «εκεί που' ναι, γιε μου, οι γονιοί μου».
Κάτι τέτοιες περιγραφές ανώνυμων ανθρώπων με κάνουν να διακρίνω (και να εκτιμώ) τη λογοτεχνική γραφή του Μπαλάσκα: «Πλανόδιοι πωλητές σπόρων και ρίγανης και σερμπετιών, γυναίκες που παζαρεύουν πλάκες πράσινο και κίτρινο σαπούνι, πλεκτά πασούμια και πολύχρωμα κιλίμια», αλλού «άνθρωποι με ασβεστωμένες αυλές και γλάστρες που γλεντούν με απτάλικους και καρσιλαμάδες», αλλού «γυναίκες τυλιγμένες σε μαύρα υφάσματα, σκιάχτρα θαρρείς, που διώχνουν το σύγχρονο, αποστεωμένοι άνδρες μαυρισμένοι, καμένοι με γένια που λες δεν ξυρίζονται ποτές δεν μεγαλώνουν και ποτές», αλλού «άνθρωποι με μάτια στο χρώμα του αλόγου που καλπάζει» και παντού «άνθρωποι που πότισαν τη γη πίκρα, ιδρώτα κι αίμα».
Η σημασία που δίνει ο Μπαλάσκας στα έμψυχα, φαίνεται ακόμα και από το γεγονός ότι συχνά ανθρωποποιεί τα άψυχα. Έτσι, τα ηφαιστιογενή πετρώματα ψιθυρίζουν ιστορίες γραμμένες σε λαβα, η ψυχή ακουμπά και αναπαύεται στα μάτια των ξυπόλητων παιδιών, η φύση «ατελευτήτως εορτάζει», τα βράχια στα Ψαρά «σφιχταγκαλιάζονται σαν ανθρώποι αναγκεμένοι» και ο σχίνος μονολογεί αινιγματικά: «Με παστρεύουν ομορφαίνω, με κεντούν δάκρυα χύνω και γρόσια το πουγκί τους ο κακόμοιρος γεμίζω». Κι όλα τα κτήρια των ιστοριών έχουν ζωή γιατί «στα ντουβάρια τους έζησαν, αγάπησαν, ζευγάρωσαν και πεθάνανε ανθρώποι».
Ιδιαίτερα τονίζεται στο βιβλίο η ανθρώπινη δύναμη και αντοχή: «Κι αν οι σεισμοί γκρεμίζουν τα σπίτια τους, οι ανθρώποι εκεί, όρθιοι», γράφει, ενώ οι λιγοστές ψυχές που κατοικούν στα χωριά γύρω από το Πελινναίο αποδεικνύουν πως «αντέχει η χιώτικια ψυχή στο χρόνο». Εξίσου σημαντική είναι όμως και η απουσία των ανθρώπων, γι' αυτό διαβάζουμε για νησιά-βράχια «όπου δεν πλησιάζει άνθρωπος», για καλογέρους που ασκητεύουν και φώκιες που γεννούν «μακριά απ' ανθρώπου μάτι», για τον μοναδικό ή τον τελευταίο κάτοικο κάποιου χωριού, αλλά και για τόπους, όπως η Πέργαμος που την αποκαλεί «τόπο μύησης στην απώλεια». Τέλος, τονίζει ο συγγραφέας την αγιοσύνη των ανθρώπων, βάζοντας δίπλα σε αληθινούς αγίους αυτούς που χτίζουν εκκλησιές και έχουν μέσα τους ψήγματα θείας χάρης, αυτούς που αγίασαν γιατί εξορίστηκαν και βασανίστηκαν πάνω σε σκληρές πέτρες και βράχια κι αυτούς που "βλογημένοι απ' το θεό" γίνονται μύστες και σε καλούν να δεις τον κάθε τόπο με τα μάτια "του Μέσα Ανθρώπου."
Το πόσο προβληματίζει τον Στρατή η σχέση ανθρώπου και τόπου φαίνεται κι απ' την απορία που ο ίδιος εκφράζει: Οι άνθρωποι κάνουνε τον τόπο ή ο τόπος τους ανθρώπους; Δεν έχω απάντηση σε αυτό, έχω όμως αντίλογο στην διαπίστωσή του: «Για τούτους τους ανθρώπους δεν έγραψε ποτέ κανένας».
Έγραψες εσύ, Στρατή, κι έγραψες όμορφα. Σ' ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό.
* Η Δέσποινα Γέμελου είναι εκπαιδευτικός, υποψήφια διδάκτορας νεοελληνικής φιλολογίας. Το κείμενο της είναι από την παρουσίαση του βιβλίου “GEOΓΡΑΦΟΝΤΑΣ» στη Χίο