Έφυγε από τη ζωή ο Σταμάτης Κόκοτας
Πέθανε τα ξημερώματα στο Ασκληπιειό Βούλας μετά από ραγδαία επιδείνωση της υγείας του.
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 1/10/2022
Ακόμη μια σημαντική απώλεια μετρά ο καλλιτεχνικός κόσμος της χώρας μας, καθώς ο Σταμάτης Κόκοτας έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα του Σαββάτου 1η Οκτωβρίου.
Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια έδινε μάχη με τον καρκίνο, πέθανε σε ηλικία 85 ετών, στο νοσοκομείο Ασκπληπιείο της Βούλας, όπου και νοσηλευόταν.
Μεταφέρθηκε εκεί τις τελευταίες ημέρες έπειτα από αδιαθεσία που ένιωσε και παρόλο που στην αρχή η κατάσταση της υγείας του έδειχνε να μην εμπνέει ανησυχία τελικά κατέληξε σήμερα.
Ζωή σαν ταινία κινηματογράφου...
Γεννιέται στις 23 Μαρτίου του 1937 Σόλωνος και Κανάρη γωνία. Η οικογένεια του παθολόγου γιατρού Δημήτρη Κόκκοτα είναι πολύτεκνη (εξι παιδιά ,τρία αγόρια και τρία κορίτσια).
Εξι-επτά ετών είδε σε ένα σπίτι μια κιθάρα και μαγεύτηκε. Ηθελε την ίδια κι όχι άλλη κι έστειλε τον αδερφό του να του τη φέρει. Το «μικρόβιο» της μουσικής τον είχε ήδη προσβάλει.
Υποτίθεται πως θα γινόταν γιατρός. Η αγάπη της μητέρας…Ετσι πήρε την απόφαση να πάει στη Γαλλία για σπουδές. Πριν φύγει για το Παρίσι είχε ήδη δουλέψει με τον Μουζάκη και φτάνοντας στο Παρίσι έλαβε μέρος σε ένα μεγάλο διαγωνισμό ταλέντων στον οποίο συμμετείχαν περίπου 2000 άτομα.
Ο δρόμος άνοιξε, γραμμοφώνησε τρία ελληνικά κι ένα γαλλικό τραγούδι και μπήκε στα μεγαλύτερα καμπαρέ του Παρισιού. Τότε γνώρισε τη Μπριζίτ Μπαρντό. Σε ένα καμπαρέ του Παρισιού τον βρίσκει ο Σταύρος Ξαρχάκος και του προτείνει να γυρίσει στη πατρίδα και να συνεργαστούν. Εκείνος το σκέφτεται σοβαρά, ήδη λείπει επτά χρόνια από την πατρίδα του και η μητέρα του μαραζώνει.
Έρχεται και ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω», ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο.
Απο εκεί και πέρα η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη και ο ίδιος γίνεται σταρ πρώτου μεγέθους. Δεν μπορεί να κυκλοφορήσει, βγαίνει στο δρόμο και πίσω του μαζεύονται χίλια άτομα.
«Ειχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να 'χει άνθρωπος» λέει ο ίδιος. Μαζί με τον Ξαρχάκο, Μούτση, Καλδάρα, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, έρχεται και το αυτοκίνητο στη μέση. Προπονείται τις νύχτες και κάνει αναβάσεις στην Πάρνηθα. Φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες κι από εκεί και πέρα γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης, η μεγάλη του αδυναμία είναι οι αντίκες.
Οποιος επώνυμος πέρασε από την ελληνική κοινωνία γνωρίστηκε με τον Κόκκοτα. Αλεν Ντελόν, Αλέξης Μινωτής,Τζέιμς Κόμπερν, Μελίνα, Βίλι Μπραντ, Φερεντς Πούσκας, Αλίκη, Γιάννης Ρίτσος, Αντονι Κουήν, είναι μερικά πρόσωπα.
Μια φορά ο Σταμάτης ρώτησε τον Μπάρναρντ τον καρδιοχειρουργό γιατί καπνίζει τόσο και εκείνος του απάντησε: « Κε Κόκκοτα εγω είμαι γιατρός, έρχεστε να σας εξετάσω και σας λέω τι να κάνετε. Το τι θα κάνω εγω είναι δικός μου λογαριασμός…» και τον κόλλησε στο τοίχο, από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ο Ωνάσης ήταν φίλος του, πολύ συχνά τον επισκέπτονταν στο «Χριστίνα» για να διασκεδάσουν, το ίδιο και η Τζάκι, η οποια ήθελε να κάνει τη ζωή του Κόκκοτα βιβλίο. Κάποια φορά μια γαλλική εφημερίδα έγραψε πως η Τζάκι αγαπάει τον ελληνικό ουρανό κι έναν τραγουδιστή με φαβορίτες. Ο Σταμάτης έζησε από κοντά την πτώση του Ωνάσση όταν έχασε το μονάκριβο γιό του Αλέξανδρο.
Στο μαγαζί «Φαντασία» γνώρισε τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Αντονιόνι.
Ένα από τα αγαπημένα του πρόσωπα ήταν ο καρδιολόγος του, γιατρός Κουλαφέντης που του έσωσε τη ζωή, όταν υπέστη βαρύ έμφραγμα.
Ο Σταμάτης έκανε δυο γάμους κι απέκτησε τρία παιδιά. Ερωτεύτηκε πολύ και το έζησε σε όλο του το μεγαλείο. «Ο έρωτας είναι μια ψυχική διαύγεια», έλεγε χαρακτηριστικά, «όταν είσαι ερωτευμένος έχεις καθαρό πνεύμα. Θόλωμα έχεις όταν έχεις μπερδέματα».
Ο Σταμάτης Κόκκοτας δήλωνε αισιόδοξος κι ευχαριστημένος από τη ζωή του. Δεν ντρεπόταν για τίποτα από όσα είχε κάνει, αν και πίστευε πως δεν έκανε πολλά λάθη. Δεν φοβόταν γενικά τίποτα, απλά μπορεί να έλεγε ότι σιχαίνεται κάποια πράγματα : «Ο,τι σέρνεται, ας πούμε, το σιχαίνομαι…