Ο πολυσυζητημένος καταυλισμός μέσα και γύρω από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Λέσβου μετά την πρωτεύουσα Μυτιλήνη. Με σχεδόν 13.000 κατοίκους, ενάμιση χιλιόμετρο από το χωριό της Μόριας με τους 1000 κοντά κατοίκους και εννιά χιλιόμετρα από την πόλη της Μυτιλήνης των σχεδόν 35.000 κατοίκων, ο καταυλισμός έκανε το όνομα της Μόριας «διάσημο» σε όλο τον κόσμο.
Όχι βέβαια ότι δεν άξιζε η Μόρια τη δημοσιότητα. Με σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, φιλόξενους κατοίκους και μοναδική παραδοσιακή αρχιτεκτονική και πολλές ομορφιές η Μόρια μπορούσε να αποτελέσει παγκόσμιο προορισμό. Για χίλιους άλλους λόγους εκτός από αυτόν τον έναν, που τελικά έγινε.
Λίγοι ξέρουν ότι ο καταυλισμός στήθηκε πάνω στο στρατόπεδο του 296 Τάγματος, ενεργό μέχρι τα τέλη του 2010, το γνωστό σε χιλιάδες νέους που πέρασαν από αυτό από τη σύσταση του στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι το Δεκέμβριο του 2010. Δεδομένων των προσφυγικών ροών και πριν αυτές γιγαντωθούν το 2015 το ανενεργό στρατόπεδο επιλέχθηκε να φιλοξενήσει ένα κάντρο φιλοξενίας των φυγάδων από τους πολέμους και την ανέχεια της Ανατολής που έφταναν στις ακτές της Λέσβου. Αλλάζοντας άγνωστο πόσες ονομασίες ο καταυλισμός γιγαντώθηκε για να φτάσει σήμερα να φιλοξενεί τον αριθμό ρεκόρ στην ιστορία του, των 13.000 ανθρώπων. Σε υποδομές στέγης για 3.000 ανθρώπους και υγιεινής όχι για περισσότερους από 5.000 ο καταυλισμός σήμερα επεκτείνεται πέραν του Κέντρου σε ελαιοκτήματα έκτασης εκατοντάδων στρεμμάτων.
Ο καταυλισμός έξω από το ΚΥΤ φιλοξενεί περί τους 8.000 ανθρώπους σε καλοκαιρινές σκηνές, παράγκες με τέντες από την Ύπατη Αρμοστεία κι ένα απίστευτο δίκτυο – «αράχνη» καλωδίων που μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα παντού. Οι παράγκες αυτές φιλοξενούν χιλιάδες ανθρώπους με ένα δίκτυο μονοπατιών ανάμεσα τους όπου κυριολεκτικά χάνεσαι. Ένα δίκτυο που γυναίκες μαγειρεύουν. Παιδιά παίζουν με παλιά ή αυτοσχέδια παιχνίδια και άνδρες προετοιμάζουν τις παράγκες τους για τις χειρότερες μέρες που θα έρθουν. Από τα πολυτιμότερα αντικείμενα στον καταυλισμό είναι οι παλιές παλέτες που «μονώνουν» τα δάπεδα αφού αφήνουν τα νερά της βροχής όπως της προχθεσινής να περνάν από κάτω…
Ανάμεσα στις παράγκες και «επαγγελματίες». Πρόσφυγες και μετανάστες, άνθρωποι που έχουν ζητήσει άσυλο, που προσπαθούν να βγάλουν ένα μεροκάματο σε ετούτη την πόλη. Που οι κάτοικοι της χρειάζονται όσα χρειάζεται ένας οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος. Πλανόδιοι κουρείς, παραγωγοί πιτών σε φούρνους ιδιοκατασκευές, γυναίκες από τη Συρία που παστώνουν πράσινες ελιές από τα γύρω κτήματα σε πλαστικά μπουκάλια, πωλητές ρούχων που αγοράζουν από κινέζικα μαγαζιά, ένας εμποράκος κοντά δέκα χρονών που κρατά «μαγαζί» με τα μπουφάν του πατέρα του. Και μανάβικα.
Ατέλειωτα μανάβικα γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται να φάνε…
Μόνιμο παράπονο τους αν κουβεντιάσεις μαζί τους το φαγητό που είναι λίγο. Μόνιμη επιθυμία τους να φύγουν και να πάνε στη Γερμανία. Μόνιμο τους σύνθημα χρόνια τώρα, το «Moria no good». «No good» ήταν η Μόρια και με λίγο κόσμο και με πολύ και με σκηνές και με στεγασμένους χώρους. «No good» θα είναι πάντα ακόμα κι αν κάποτε γίνει πολύ καλή. Γιατί η Μόρια είναι ο βατήρας για να πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάπου αλλού…
Δύσκολη είναι και η αποκομιδή των απορριμμάτων. Και τα σκουπίδια είναι πολλά. Χιλιάδες, πολλές χιλιάδες μπουκάλια από νερό, χρησιμοποιημένα και ξαναχρησιμοποιημένα για χίλιους μύριους σκοπούς και στο τέλος ριγμένα σε ένα χαντάκι. Ότι σκουπίδι μαζεύεται από εργαζόμενους και εθελοντές αφήνεται στο δρόμο ανάμεσα στα κτήματα με τις σκηνές και στα συρματοπλέγματα του ΚΥΤ. Ανάμεσα τους παίζουν παιδιά, χιλιάδες παιδιά. Θεωρείται ότι περίπου το 35% του πληθυσμού στον καταυλισμό είναι παιδιά κάτω από 12 χρόνων. Από αυτά ελάχιστα πάνε σε κάποιο σχολείο.
Πολλά είναι και τα παιδιά που έχουν γεννηθεί στη Λέσβο. Συχνά βλέπεις μάνες με παιδιά ηλικίας λίγων ημερών στην αγκαλιά.
Πολλοί είναι και οι ανάπηροι. Αναρωτιέσαι γιατί τόσοι άνθρωποι με ένα πόδι. Η γιατί τόσοι νέοι άνθρωποι παραπληγικοί σε καροτσάκι. Ύστερα θυμάσαι ότι πολλοί από αυτούς έρχονται από τις χώρες του πολέμου. Ένας από αυτούς με πατερίτσες που στηρίζεται στο ένα πόδι βλέποντας πως τον κοιτάς καταλαβαίνει την απορία σου. «Mines my friend» - «Νάρκες φίλε μου» σου λέει… Από τις χώρες του πολέμου είπαμε…
Λέγαμε για τα πλέγματα του ΚΥΤ. Χιλιάδες τρύπες, ο συρματένιος τοίχος του ΚΥΤ είναι γεμάτος τρύπες. Από τις τρύπες μπαινοβγαίνουν πολλοί περισσότεροι απ’ ότι από τις φρουρούμενες πύλες. Κι οι φρουροί, κάθε λογής, αστυνομικοί οι περισσότεροι έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι φρουρούν πύλες σε μια πόλη με εκατοντάδες τρύπες…
Πάνω από τις σκηνές στον ορίζοντα με την εικόνα να διακόπτουν τα ηλεκτροφόρα καλώδια απλώνεται η άλλη Μόρια. Το χωριό των ανθρώπων που νιώθουν πικραμένοι, ριγμένοι μερικές φορές κι απογοητευμένοι… Αυτοί είναι η πραγματική Μόρια. Η πόλη του ΚΥΤ όπως κι αν ονομασθεί στο μέλλον κοντινό η μακρινό θα είναι μια άλλη πόλη που θα γραφτεί στην ιστορία της Ευρώπης, της άλλης Ευρώπης που φαίνεται να γεννά η σύγχρονη μετακίνηση πληθυσμών.