«Η αλήθεια του κάδου»
Στο «Ν» το βραβευμένο διήγημα του Δ. Μάντζαρη
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 28/1/2019

Ο Δημήτρης Μάντζαρης ξεχώρισε ανάμεσα σε 750 υποψηφίους για τη γραφή του με το διήγημά του «η αλήθεια του κάδου». Βρίσκεται ανάμεσα στους 50 διακεκριμένους του διαγωνισμού διηγήματος του «Ιανού», «Η Αθήνα και το βιβλίο» με αφορμή την ανακήρυξη της Αθήνας από την UNESCO ως Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου για το έτος 2018. Στην κριτική επιτροπή ήταν η Ρέα Γαλανάκη (συγγραφέας), ο Κωνσταντίνος Μπούρας (ποιητής) και ο Διονύσης Μαρίνος (συγγραφέας).
Τον ευχαριστούμε για την παραχώρηση του διηγήματος. Καλή ανάγνωση!
«Η αλήθεια του κάδου», του Δ. Μάντζαρη
Χάραζε η αυγή κι ο ουρανός μουντός, έριχνε τις πρώτες σταγόνες βροχής στη πρωινή Αθήνα. Μόλις που ξεχώριζε η φιγούρα του στο ξέφωτο, καθώς περπατούσε προς τους κάδους που ξεχείλιζαν από τα σκουπίδια τριών ημερών, στην είσοδο του παλιού βιβλιοπωλείου, στο τέρμα της οδού Νοταρά. Έπρεπε να προλάβει, πριν περάσει το απορριμματοφόρο. Ένα χρόνο πριν βγει στη σύνταξη, έκλεισε η βιοτεχνία που δούλευε. Μετρούσε έξι μήνες άνεργος, Και σαν να μην έφτανε αυτό, η γυναίκα του τον παράτησε και γύρισε στο χωριό της. Ζόρικη η κατάσταση... Καλά που υπήρχε κι η Οργάνωση. Η αλήθεια είναι πως τα «παιδιά» τον βοηθούσαν αρκετά. Έβγαινε κανένα μεροκάματο που και που, άμα ήταν να κάνουν «ντου» σε τίποτα «πακιστάνια». Του άρεσε να πηγαίνει στο κόμμα. Έτσι κι αλλιώς μισούσε τους κομμουνιστές, γιατί σκότωσαν τον πατέρα του, τον Νίκο Χριστοφίδη, στο συμμοριτοπόλεμο.
Έτσι του είχε πει η μάνα του, αυτό ήξερε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, όταν έφυγαν από την Καλαμάτα κι ήλθαν στην Αθήνα. Πλησίασε στους κάδους κι άρχισε να ψάχνει. Ξεκινούσε πάντα από τον μπλε της ανακύκλωσης, γιατί εκεί έβρισκε τα πιο χρήσιμα πράγματα. Αυτά που μπορούσε να πουλήσει. Καθώς τα ανακάτευε, το μάτι του έπεσε σ’ ένα βιβλίο. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο τον έκανε να παγώσει. Την θυμόταν καλά αυτή τη φωτογραφία. Η μοναδική του πατέρα του, στολισμένη με κορνίζα στο μικρό σαλονάκι της μάνας του. Μόνο που τώρα στην ίδια αυτή φωτογραφία δεν ήταν μόνος του. Μαζί του κι άλλοι δύο. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: «Ο Νίκος Χριστόφιας με δύο άλλους συντρόφους, μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, στον Ταΰγετο το Μάρτη του 1948. Μια βδομάδα πριν την εκτέλεσή τους από τους ΜΑΥδες». Το μυαλό του θόλωσε.
Τα παράτησε και τράβηξε τρέχοντας σχεδόν, στη στάση του λεωφορείου. Είκοσι λεπτά αργότερα, χτυπούσε την πόρτα της αδελφής του. Με το που άνοιξε, της έβαλε το εξώφυλλο του βιβλίου στο πρόσωπο. «Που το βρήκες;», του είπε ήρεμα, χωρίς καμία έκπληξη. «Ώστε ήξερες;» την ρώτησε. «Έπρεπε να ζήσουμε Κώστα. Τι περίμενες δηλαδή να κάνει η μάνα μας; Μια φτωχιά γυναίκα μόνη με δύο παιδιά; Αν με ρωτάς, καλά τα έκανε. Και για το όνομα και για τη δήλωση. Κι εγώ στη θέση της, το ίδιο θα έκανα». Της έκλεισε την πόρτα και έφυγε τρεχάτος μεσ’ στη βροχή σαν χαμένος, με το βιβλίο στη μασχάλη. Τόσα χρόνια ήταν στο σκοτάδι. Έπρεπε, έστω κι αργά, να μάθει την αλήθεια.