ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Ρωτούσαν αν ζω ή αν πέθανα»
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Μαρίνου Ζαχαρίου που μεταφέρθηκε με κάψουλα στην Αθήνα. Οι μέρες του στην εντατική, ο φόβος του θανάτου και η επιστροφή του
Γράφει η ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ Δημοσίευση 9/5/2021
Ο Αλέξιος Αλεξίου, γιατρός. Η Δέσποινα Θηρίου, γιατρός. «Ο παππούς της ήταν σαν θεριό κι έτσι μου είπε απέκτησε αυτό το επίθετο. Ο Νίκος Παναγιώτης, γιατρός. Ο Δόλιας Νικόλαος, η Αικατερίνη Τσαγκαράκη, ο Δημήτρης φυσιοθεραπευτής, η Έρικα, ο Νίκος, η Μαρία… και η λίστα μεγαλώνει.
Είναι οι άνθρωποι που έσωσαν τον Μαρίνο Ζαχαρίου από τον κορονοϊό που τον χτύπησε τόσο άσχημα, που «πήγα στον άλλον κόσμο και γύρισα». «Κύριε Μαρίνο σας ευχόμαστε ολόψυχα ανάρρωση και αποκατάσταση, να επιστρέψετε σιδερένιος στο νησί σας» Ο ίδιος προσπαθεί να διαβάσει το γράμμα που του έγραψαν οι γιατροί και το προσωπικό της Εντατικής στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», αλλά τον πιάνουν λυγμοί.
Η εστίαση άνοιξε, ο εμβολιασμός προχωρεί, αλλά κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει τι πέρασε και τι περνάει η ανθρωπότητα, ατενίζοντας με προσοχή αλλά και με αισιοδοξία το μέλλον.
Έφυγε από τη Μυτιλήνη 89 κιλά και γύρισε… 59
Τον Μάρτιο του 2020 εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στη Λέσβο. Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο του 2020 ξεκίνησε η Οδύσσεια (σ.σ. χωρίς υπερβολές) του 75χρονου Μαρίνου Ζαχαρίου που έκανε δύο μήνες να δει δικό του άνθρωπο. Μεταφέρθηκε με κάψουλα από τη Μυτιλήνη στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου από την προηγούμενη ημέρα τον περίμενε ο γιος του, Δημήτρης: «Το βράδυ εκείνο στο Σωτηρία η γιατρός μας είπε ότι η κατάστασή του είναι μη βιώσιμη».
Ο γιος του υπογράμμισε τη δουλειά των γιατρών αλλά και τη σπουδαιότητα των φυσικοθεραπευτών που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι πρώτοι που αντικρίζουν με τη φυσική τους παρουσία τους ασθενείς που βλέπουν παντού… άσπρες στολές.
«Μα εγώ νόμιζα ότι με απήγαγαν όταν συνήλθα» μας διηγείται ο κ. Μαρίνος. «Τώρα δόξα τω Θεώ, περπατάω».
Γυμναστής 36 χρόνια στο δημόσιο ο κ. Ζαχαρίου, ασχολήθηκε με την κωπηλασία και τη χορωδία Νίκος Σκαλκώτας. «Δεν είχα καπνίσει ποτέ, δεν είχα ξενυχτήσει ποτέ. Αυτό μου λένε ότι με έσωσε» μας λέει περιγράφοντας τη ζωή του μέχρι τον κορονοϊό.
38 ημέρες στην Εντατική
«Έκανα εξετάσεις στο Νοσοκομείο, άρχισε να εμφανίζεται στις 22 Αυγούστου η νόσος. Δεν ήξερα από πού κόλλησα», λέει όμως διαπιστώνει ότι ψέλνοντας στην Εκκλησία αναγκάστηκε να βγάλει τη μάσκα «και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση», ενώ ο ψάλτης διαπιστώθηκε ως ασυμπτωματικός ασθενής και κάποιοι από την ομήγυρη επίσης θετικοί. «Εγώ σίγουρα κόλλησα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Αλλά κανένας δεν έφτασε στο σημείο το δικό μου που πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα».
«Μαζί με άλλους δύο ανθρώπους μας έβαλαν σε κάψουλα σε ένα C130 και με πήγαν στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου με περίμεναν… να καταλήξω» λέει με δάκρυα στα μάτια του. «Είχα χάσει τις αισθήσεις μου, όταν συνήλθα, δεν ξέρω πόσες ημέρες μετά, νόμιζα με είχαν απαγάγει.
Δεν μπορούσα να πω ούτε το πάτερ ημών. Έβλεπα συνέχεια ότι με κυνηγούσε η εικόνα του κορονοϊού για να μου κάνει κακό. Κι αυτά τα λέω μήπως τα ακούσει κάποιος. Γι’ αυτό δέχτηκα να μιλήσω, μήπως κάποιος σωθεί. Κανείς δεν μπορεί να μην είναι σίγουρος ότι θα κολλήσει. Δεν υπάρχει παλικαριά σε αυτές τις στιγμές» εξηγεί για τις 38 ημέρες που έμεινε στην Εντατική.
Μόνο ένα τηλέφωνο κάθε μεσημέρι
«Έβλεπα να περνούν σώματα με άσπρες στολές, δεν μπορούσα να φάω, να πιω. Νόμιζα όταν έγινα λίγο καλύτερα ότι μπορώ να σηκωθώ, τίποτα. Το στόμα μου ήταν μια πληγή. Το σώμα μου ολόκληρο ήταν μια πληγή. Δεν είχα επαφή με κανέναν άνθρωπο δικό μου. Κάθε μεσημέρι οι δικοί μου έπαιρναν τηλέφωνο να ρωτήσουν αν ζω ή αν… πέθανα» περιγράφει.
Φλεβοκαθετήρες παντού, οθόνες παρακολούθησης, στο δάχτυλό του περασμένα καλώδια να μετρούν το οξυγόνο και απέραντη σιωπή. Αγωνίζονταν 20 λεπτά ή μισή ώρα να βγάλει το καλώδιο από το δάχτυλο, γιατί αυτό σήμαινε ότι κάποιος με στολή θα τον προσεγγίσει. Έψαχνε τρόπους επικοινωνίας. Για να περάσουν οι ώρες μετρούσε, έφτανε στις χιλιάδες και ξανάρχιζε, προσπαθούσε να καταλάβει την ώρα της ημέρας από το φως του ήλιου στο δωμάτιο. «Υπήρχαν άνθρωποι δίπλα να βογγούν και να φωνάζουν… Όταν σταμάτησε μια κυρία να φωνάζει φοβήθηκα ότι είχε πεθάνει».
Κι ύστερα πήγε στο Φλέμινγκ, στην απομόνωση μέχρι να κάνει τρία τεστ για να βγουν αρνητικά όλα. Δίπλα του κι άλλοι ασθενείς με κορονοϊό, να ακούει τους γιατρούς να μετρούν τους σφυγμούς και να σκέφτεται ότι πεθαίνει κόσμος δίπλα του.. Εκεί έμεινε έναν μήνα και κατάφερε να δει την κόρη του και στη συνέχεια τον γιο του.
Επέστρεψε τον περασμένο Νοέμβριο σπίτι του, «κόκκαλο» κάνει φυσιοθεραπείες. Ο κορονοϊός του ρούφηξε τα πάντα, όμως δεν τον αποτέλειωσε.
«Ήμουν και παραμένω συντηρητικός άνθρωπος. Όμως συνιστώ βοήθεια σε όλους. Πηγαίνω περίπατο στο δάσος με το κορίτσι μου, τη γυναίκα μου την Ελένη. Βλέπω πάντα με μάσκα και αποστάσεις κάποιον» καταλήγει. «Μπορεί να υπάρχουν σκοπιμότητες και όλα όσα λένε οι αρνητές, όμως ο κορονοϊός σκοτώνει. Να προσέχουμε όλοι. Να γλιτώσει έστω και ένας».