ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ραγδαία η αύξηση πλειστηριασμών στη Λέσβο
Η δικηγόρος, ειδικευθείσα σε θέματα δανειοληπτών, Ιγνατία Τικέλλη μιλά εφ’ όλης της ύλης για την προστασία της πρώτης κατοικίας
Γράφει η ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ Δημοσίευση 5/2/2025

Σημαντικές αποκαλύψεις για την αύξηση των πλειστηριασμών έκανε η δικηγόρος Ιγνατία Τικέλλη, ειδικευμένη σε θέματα δανειοληπτών, στη συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό του «Ν» στους 99 στα FM.
Η κ. Τικέλλη, η οποία έχει καταφέρει να κερδίσει περίπου 100 υποθέσεις ενάντια σε πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας στη Λέσβο μέσω του νόμου Κατσέλη 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τόνισε ότι οι διαδικασίες έχουν εντατικοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα ακίνητα να αλλάζουν χέρια.
Ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και συμφέροντα επενδυτών
Σύμφωνα με την κ. Τικέλλη, από το 2020, η ηλεκτρονική διεξαγωγή των πλειστηριασμών έχει κάνει τη διαδικασία…ευκολότερη τόσο για ιδιώτες όσο και για επενδυτικά funds, τα οποία μπορούν να καταθέτουν προσφορές χωρίς να αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους, λόγω της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Αυτό, όπως εξήγησε, έχει ως αποτέλεσμα πολλά ακίνητα να καταλήγουν σε εταιρείες που τα αξιοποιούν ως Airbnb ή τα μεταπωλούν με σημαντικό κέρδος.
Η στάση των τραπεζών και οι «παγίδες» των δανείων
Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που ανέδειξε η δικηγόρος αφορά την πολιτική των τραπεζών στη χορήγηση δανείων. Όπως ανέφερε, σε πολλές περιπτώσεις, δημόσιοι υπάλληλοι έπαιρναν δάνεια με εγγυητές τρίτα πρόσωπα, τα οποία έβαζαν ως εγγύηση το ακίνητό τους. Με αυτόν τον τρόπο, ένα δάνειο ύψους 100.000 ευρώ μπορούσε να φτάσει ακόμη και τις 300.000 ευρώ σε υποχρεώσεις για τον εγγυητή, λόγω τόκων, προσαυξήσεων και ανατοκισμών, «χωρίς κανένα έλεγχο».
Η αύξηση των πλειστηριασμών δημιουργεί ανησυχίες για τις κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς ολοένα και περισσότερες οικογένειες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο έξωσης. Η δικηγόρος προέτρεψε τους πολίτες να ενημερώνονται σωστά για τα δικαιώματά τους και να αναζητούν νομικές λύσεις εγκαίρως, ενώ τόνισε ότι είναι σημαντική και συμφέρουσα η αγορά σπιτιού με το νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου».
Από το 2010
Από το 2010, με την ψήφιση του νόμου Κατσέλη, «δόθηκε η δυνατότητα στους δανειολήπτες να προστατεύσουν την κύρια κατοικία τους μέσω ευνοϊκών ρυθμίσεων. Ουσιαστικά, τους δόθηκε η δυνατότητα να μειώσουν το ύψος του δανείου τους έως το ποσό της αντικειμενικής –και αργότερα της εμπορικής– αξίας του ακινήτου τους.
Με αυτόν τον τρόπο, όσοι αδυνατούσαν να αποπληρώσουν το δάνειό τους και αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα είχαν τη δυνατότητα να προσφύγουν δικαστικώς, αποδεικνύοντας πραγματική και μόνιμη οικονομική αδυναμία. Έτσι, μπορούσαν να υπαχθούν σε αυτήν την ευνοϊκή ρύθμιση και να διατηρήσουν την κατοικία τους.
Ο νόμος Κατσέλη αποτέλεσε ένα σημαντικό εργαλείο προστασίας για πολλούς πολίτες. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά, υπάρχουν υποθέσεις που δεν έχουν τελεσιδικήσει και εκκρεμούν σε δεύτερο βαθμό ή ακόμα και στον Άρειο Πάγο. Στα ειρηνοδικεία παρατηρήθηκε το φαινόμενο να μην γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις, ειδικά σε περιπτώσεις που απαιτούσαν πιο εμπεριστατωμένη απόδειξη. Για αυτόν τον λόγο, πολλές υποθέσεις οδηγήθηκαν σε ανώτερα δικαστήρια, προκειμένου να ληφθούν οριστικές αποφάσεις.
Από το 2010 και έπειτα, πολλές περιπτώσεις δανειοληπτών εντάχθηκαν στο νόμο, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί διαγραφή χρεών και προστασία πρώτης κατοικίας. Παράλληλα, σήμερα υπάρχει και ο μηχανισμός εξωδικαστικής ρύθμισης, ο οποίος αφορά όσους δεν μπόρεσαν να υπαχθούν στο νόμο Κατσέλη. Μέσω αυτού, οι οφειλές ρυθμίζονται με χαμηλά επιτόκια και υπό προϋποθέσεις μπορεί να γίνει και διαγραφή μέρους των χρεών.
Σημαντική είναι επίσης η ρύθμιση για χρέη προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, τα οποία μπορούν να αποπληρωθούν σε 240 δόσεις με χαμηλό επιτόκιο, ενώ διαγράφονται τόκοι και προσαυξήσεις που έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια.
Ένα ακόμη στοιχείο που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια είναι ο ρόλος των τραπεζών στην παροχή δανείων πριν από την οικονομική κρίση. Διαπιστώθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις δόθηκαν δάνεια χωρίς αυστηρά κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης, γεγονός που οδήγησε σε αδυναμία αποπληρωμής από μεγάλο αριθμό δανειοληπτών».