Έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Καρανικόλας
Ο σπουδαίος Μανταμαδιώτης πέθανε στο Παρίσι όπου διέμενε
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 29/6/2024

Έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή στο Παρίσι όπου διέμενε ο σπουδαίος Μανταμαδιώτης φωτογράφος Γιάννης Καρανικόλας. Ο Γιάννης Καρανικόλας γεννήθηκε το 1947 στον Μανταμάδο όπου και μεγάλωσε. Ήταν αριστούχος μαθητής και οι δάσκαλοί του επέμεναν ότι έπρεπε να μορφωθεί στο εξωτερικό. Έτσι βρέθηκε στη Γαλλία, όπου σπούδασε μηχανικός και έζησε 24 χρόνια. Εκεί άρχισε και η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Αυτοδίδακτος, μυήθηκε στα μυστικά της, και η γνωριμία του με τον ιστορικό τέχνης Ζαν Κλοντ λε Μανί, ο οποίος τον χαρακτήρισε «ποιητή της φωτογραφικής ματιέρας» τον οδήγησε να παρουσιάσει τις εικόνες του και στο κοινό.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2008 στη δημοσιογράφο Έλσα Σπυριδοπούλου:
Τη Γαλλία όμως δεν την άντεχε. Η ζωή του υψηλόμισθου μηχανικού δεν μου ταίριαζε. Τι είχα ανάγκη για να ζήσω; Ο μισθός κάλυπτε τέσσερις φορές τις ανάγκες μου, να πλουτίσω δεν ήθελα, οπότε ήρθε ο καιρός να ασχοληθώ με την τέχνη, με τη φωτογραφία και τα αρνητικά που είχα συσσωρεύσει από το και είχα μάθει να τα εκτυπώνω μόνος μου. Το 1990 λοιπόν πήρε την απόφαση να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Επέστρεψε στο νησί του, στο χωριό του, και ξαναγεννήθηκε, όπως λέει. Παράλληλα, δυνάμωσε η αγάπη του για τη φωτογραφία. Τα ελαιόδεντρα και τα κύματα αποτέλεσαν τις αγαπημένες του εικόνες και έκτοτε δεν σταματά να τα απαθανατίζει και να εκθέτει δουλειές του όταν προκύψει (κυρίως στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε Αθήνα, Γαλλία, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη).
Εξάλλου, έχει συνειδητοποιήσει πλέον τι είναι η φωτογραφία: Πηγάζει από την ελληνική λέξη φωτο-γραφή και το ουσιαστικό είναι να κατορθώσεις να συλλάβεις το φως την ώρα που σμιλεύει το σκοτάδι. Τι βγαίνει από εκεί, ποιος ξέρει και ποιος μπορεί να φανταστεί λέει χαμογελώντας.
Όταν ο Καρανικόλας πρωτοβυθίστηκε στην εικόνα των κυμάτων, έτσι σκυμμένος πάνω από την κουπαστή, την πρώτη φορά που ήμουν στο βαπόρι και έβγαινε από το λιμάνι του Πειραιά, καθώς άρχισε να παίρνει ταχύτητα και να ταράζονται τα νερά, σκέφτηκα τι πλούσια φωτογραφική ύλη υπάρχει εκεί! Αναρωτήθηκα πώς θα μπορέσω να την πλησιάσω, για να την πλάσω κατά κάποιον τρόπο. Όταν πήρα τη μηχανή, με απομόνωσε με το τετραγωνάκι της σε ένα σημείο και με ξέκοψε από τα γύρω μου, ενώ παράλληλα με έθεσε σε άμεση οικειότητα με αυτό τον χώρο όπου βρίσκονταν όλες αυτές οι φωτογραφικές αξίες και μου επέτρεψε να ξεμοναχιαστώ μαζί τους.
Οι εικόνες που γεννήθηκαν θυμίζουν πολλά παραπάνω από κύματα. Κάπου μπορεί να διακρίνετε ένα δέντρο με στάλες βροχής, ή τη Βρεφοκρατούσα, ή ένα φύλλο. Πρόκειται για εικόνες που πηγάζουν μέσα από την εικόνα. Για μεγάλο διάστημα τα κύματα έγιναν μια εμμονή για τον καλλιτέχνη, μολονότι κάπου εδώ φαίνεται να ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους. Αυτό που συνεχίζει όμως να συνοδεύει τον φακό του είναι τα λιόδεντρα. Αυτή είναι μεγαλύτερη εμμονή, που άρχισε το περίπου και δεν θα τελειώσει ποτέ υποστηρίζει.
Ούτε η αγάπη του για την ασπρόμαυρη φωτογραφία θα τελειώσει ποτέ. Θεωρώ ότι η έγχρωμη φωτογραφία είναι μια ολότελα διαφορετική τέχνη, τουλάχιστον όσον αφορά την εκμετάλλευση του φωτός, τη διαχείρισή του. Έχει κύρος ως τέχνη, όταν δουλεύει κανείς περισσότερο πάνω σε ντοκουμέντο, δείχνοντας δηλαδή κάποιες καταστάσεις της πραγματικότητας, διότι είναι φορτωμένη με όλο τον ρεαλισμό του χρώματος. Εγώ όμως δουλεύω με το φως. Η έγχρωμη φωτογραφία μού επιτρέπει να κρατάω τις φωτογραφικές μου σημειώσεις, η ασπρόμαυρη όμως μου επιτρέπει να φτιάχνω φωτογραφικά ποιήματα.