
Η Generation Z, η γενιά των νέων έως 29 ετών, αποδεικνύεται μορφωμένη, ευαισθητοποιημένη και ώριμη αξιακά, αλλά εγκλωβισμένη σε μια αγορά εργασίας που αδυνατεί να αξιοποιήσει το δυναμικό της. Η νέα πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία ALCO, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2025, φωτίζει τις πραγματικές συνθήκες της νεανικής εργασίας στη χώρα και καταγράφει με εντυπωσιακή καθαρότητα την απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες των νέων και τις ευκαιρίες που τους προσφέρει το σύστημα.
Μόλις το 20% των νέων εργαζομένων ζουν μόνοι τους, ενώ σχεδόν οι μισοί εξακολουθούν να διαμένουν με την οικογένειά τους. Το 70% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν ούτε για τις βασικές ανάγκες, γεγονός που εξηγεί την παρατεταμένη οικονομική εξάρτηση από τους γονείς. Η αυτονομία καθυστερεί, όπως και η συγκρότηση οικογένειας ή επαγγελματικής ταυτότητας, με τους νέους να εργάζονται χωρίς να μπορούν να ζήσουν ανεξάρτητα.
Η έρευνα αναδεικνύει και τη μεγάλη ασυνέχεια ανάμεσα στην εκπαίδευση και την εργασία. Το 38% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η δουλειά τους δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους, ενώ σχεδόν οι μισοί θεωρούν ότι η εκπαίδευσή τους δεν τους προετοίμασε επαρκώς για την αγορά. Παρά ταύτα, το 86% εκφράζει έντονη διάθεση για συνεχή μάθηση, δείχνοντας ότι η νέα γενιά δεν παραιτείται αλλά παλεύει να προσαρμοστεί σε ένα σύστημα που μένει πίσω. Η ελληνική οικονομία αποτυγχάνει να απορροφήσει και να αξιοποιήσει το ανθρώπινο κεφάλαιο που παράγει, δημιουργώντας την αντίφαση μιας γενιάς που είναι η πιο μορφωμένη και ταυτόχρονα η πιο υποαπασχολημένη.
Η καθημερινότητα των νέων στη δουλειά χαρακτηρίζεται από πίεση και ψυχική κόπωση. Έξι στους δέκα δηλώνουν ότι η εργασία τους επηρεάζει αρνητικά την προσωπική ζωή και την υγεία τους, ενώ πάνω από τους μισούς αναφέρουν εξουθένωση και άγχος. Η ισορροπία ζωής και εργασίας παραμένει ζητούμενο, καθώς μόλις το 21% την αξιολογεί θετικά. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, τα χαμηλά εισοδήματα και η διαρκής ανασφάλεια συνθέτουν ένα περιβάλλον που οδηγεί πολλούς στη διαρκή ψυχική φθορά.
Παρά τα προβλήματα, η Generation Z φέρνει ένα νέο αξιακό πρότυπο στην εργασία. Για επτά στους δέκα, η ψυχική υγεία προηγείται της οικονομικής ασφάλειας, ενώ η πλειονότητα δηλώνει ότι επιθυμεί δουλειές με κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Η εργασία για αυτούς δεν είναι απλώς βιοπορισμός αλλά αναζήτηση νοήματος και δημιουργικότητας. Ωστόσο, τα χαμηλά επίπεδα αναγνώρισης και πρωτοβουλίας στους χώρους εργασίας τους οδηγούν συχνά σε απογοήτευση. Η αποδοχή της άτυπης ή «μαύρης» εργασίας από το 65% όσων δεν έχουν άλλη επιλογή αποκαλύπτει το βάθος της ανασφάλειας και την ανάγκη επιβίωσης μέσα σε ένα ασταθές σύστημα.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς παραμένει χαμηλή – μόλις το 15% δηλώνει πίστη στους κρατικούς μηχανισμούς προστασίας. Παρά ταύτα, η διάθεση για συλλογική δράση είναι ισχυρή: δύο στους τρεις νέους θα συμμετείχαν σε απεργία αν θεωρούσαν δίκαιο το αίτημα. Πρόκειται για μια γενιά που, αν και αποστασιοποιημένη από τα παραδοσιακά σωματεία, πιστεύει ακόμη στη δύναμη της συλλογικότητας.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο της έρευνας είναι η αίσθηση αδιεξόδου για το μέλλον. Το 72% δεν διαβλέπει επαγγελματικές προοπτικές στην Ελλάδα και σχεδόν οι μισοί δηλώνουν πρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Η πλειονότητα πιστεύει πως η γενιά των γονιών της έζησε καλύτερες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες, ενώ έξι στους δέκα θεωρούν ανέφικτο να δημιουργήσουν οικογένεια με τους σημερινούς μισθούς και το εργασιακό πλαίσιο.
Το συνολικό συμπέρασμα είναι σαφές: η Ελλάδα διαθέτει μια γενιά με προσόντα, γνώσεις και αξίες, αλλά χωρίς τις δομές που θα της επιτρέψουν να ανθίσει. Χωρίς αναβάθμιση των μισθών, ενίσχυση της σταθερότητας, ουσιαστική προστασία και επένδυση στην ψυχική υγεία, η χώρα κινδυνεύει να βιώσει ένα νέο κύμα φυγής νέων επιστημόνων. Η Generation Z δεν ζητά απλώς μια θέση εργασίας – ζητά ένα μέλλον με νόημα, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.